- ἰητῆρα
- ἰ̱ητῆρα , ἰατήρjmasc acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιατήρ — ἰατήρ, επικ. τ. ἰητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ἰάτειρα, Α και ιων. τ. ἰήτειρα (Α) 1. ο γιατρός 2. θεραπευτής («ἰητῆρα κακῶν», Ομ. Οδ.) 3. σωτήρας, λυτρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι ο τ. ιατήρ μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή ijate] … Dictionary of Greek